συναύξεσθαι

συναύξεσθαι
συναυξάνω
increase
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ροπάλωσις — ώσεως, ἡ, Α ασθένεια τών μαλλιών («ῥοπάλωσίς ἐστιν ἡ κατὰ τὸ ἄκρον τῶν τριχῶν ἀμερὴς σχέσις μετὰ τοῡ μηκέτι συναύξεσθαι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + ωσις (πρβλ. κυάν ωσις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”